Είναι γλυκά και πεντανόστιμα, άλλα με άχνη κι άλλα με μέλι, με αμύγδαλο και ροδόνερο, με φρέσκο βούτυρο, βουτηγμένα στη σοκολάτα, πιο παραδοσιακά και πιο εναλλακτικά, λίγο πειραγμένα, ακόμα και βίγκαν, άλλοι τα αγοράζουν κι άλλοι τα φτιάχνουν, όπως και να έχει τα γλυκά των Χριστουγέννων παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο αυτές τις μέρες. Ποια είναι όμως η ιστορία και η προέλευση τους; Ήταν πάντοτε Χριστουγεννιάτικα γλυκά και είχαν από την αρχή τη σημερινή τους μορφή; Ας μάθουμε, λοιπόν, τι ιστορία κρύβει η γεύση πίσω από τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες, τις δίπλες, τη βασιλόπιτα και το χριστόψωμο.
Μελομακάρονο το τότε γλυκό της μακαρίας
Τα μελαμακάρονα είναι γεμάτα μέλι όπως αποκαλύπτει και το όνομα τους, τραγανά, πασπαλισμένα με καρύδι μοσχομυρίζοντας μπαχαρικά. Η ονομασία τους έχει ελληνική ρίζα όντας ο συνδυασμός των λέξεων «μέλι» και «μακαρόνι».ς Κι αν το μυαλό σας πήγε στο ιταλικό μακαρόνι τότε γελιέστε καθώς η σύνδεση δεν είναι τόσο άμεση. Το μακαρόνι, λοιπόν, προέρχεται από την από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» που επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό. Ανατρέχοντας ακόμη πιο πίσω η λέξη μακαρωνία προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «μακαρία». Η μακαρία στην Αρχαία Ελλάδα αποτελούσε κομμάτι άρτου στη μορφή του σημερινού μελομακάρονου, δηλαδή μια ψυχόπιτα που προσφερόταν αμέσως μετά την κήδευση του νεκρού. Στη συνέχεια με την πάροδο του χρόνου σε αυτόν τον άρτο προστέθηκε μέλι και μετονομάστηκε σε μελομακάρονο.
Οι Μικρασιάτες Έλληνες αποκαλούσαν παρόμοιο γλύκισμα «φοινίκια» καθιερώνοντάς το κυρίως την περίοδο του Δωδεκαημέρου. Οι Λατίνοι και στη συνέχεια οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν τη λέξη μακαρωνία που με το χρόνο κατέληξε να σημαίνει τα ζυμαρικά. Από τη λέξη μελομακάρονα προκύπτουν και τα πεντανόστιμα γαλλικά macaroon. Για ποιο λόγο όμως τα μελομακάρονα κατέληξαν σε ένα από τα πιο αγαπημένα Χριστουγεννιάτικά γλυκά; Η απάντηση εντοπίζεται στο μέλι το οποίο ήδη από την αρχαιότητα θεωρούνταν ότι συμβόλιζε την ευζωία και τη δημιουργία δυο ευχές ποθητές για κάθε νέο έτος.
Ο κουραμπιές ένα μπισκότο της Ανατολής
Οι κουραμπίεδες είναι νόστιμες τραγανές μπαλίτσες γεμάτες άχνη, βούτυρο, ροδόνερο και αμύγδαλα. Οι κουραμπιέδες αποτελούν ουσιαστικά είδος μπισκότου. Η τεχνοτροπία των μπισκότων αναπτύχθηκε με σκοπό να διατηρείται το ψωμί περισσότερες μέρες , ψήνοντάς το δυο φορές. Οι λέξεις δίπυρον στα ελληνικά και bis-cuit στα λατινικά εκφράζουν ακριβώς την τεχνική του διπλού ψησίματος. Το Μεσαίωνα καθιερώθηκε η λέξη biscuit προσδιορίζοντας τη σύγχρονη μορφή των μπισκότων. Τα Biscuit μεταφέρθηκαν από Βρετανούς έμπορους στην Ασία κι έτσι το “bi” του λατινικού biscuit ενώθηκε με το ανατολίτικο Qura/Kuru= ξερός δίνοντας το αζέρικο Qurabiya και το τουρκικό Kurabiye. Μέσω αντιδάνειων η λέξη επέστρεψε στη δύση ως ο ελληνοποιημένος κουραμπιές ένα ξηρό μπισκότο, με άχνη, αμύγδαλα και ροδόνερο φέροντας όλη την ιστορία του στο όνομα και τα υλικά του. Τους πιο διάσημους κουραμπιέδες αποτελούν αυτοί της Καρβάλης καθώς από εκεί διαδόθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Το 1924 πρόσφυγες από την Καρβάλη της Καππαδοκίας δημιουργούν τον Νομό Καβάλας. Μαζί τους έχουν και διαδίδουν την παραδοσιακή συνταγή κουραμπιέδων που έχουμε σχεδόν όλοι στα σπίτια μας αυτές τις μέρες.
Ξεροτήγανα ή Δίπλες, τραγανές και μελωμένες
Τα ξεροτήγανα είναι τραγανές, αναδιπλωμένες, μελωμένες και λαχταριστές οι δίπλες αποτελούν ένα κατεξοχήν ελληνικό, παραδοσιακό γλυκό που πρωταγωνιστεί πέρα από τα Χριστούγεννα και στους γάμους, στους αρραβώνες και τις βαπτίσεις ανάλογα με την περιοχή της Ελλάδας. Ανάλογα με την περιοχή μάλιστα αλλάζει ελάχιστα και η μορφή τους ή και το όνομα, η σημασία και ο συμβολισμός τους όμως παραμένει ίδια. Το ιδιαίτερο αυτό γλύκισμα ξεκίνησε από την Πελοπόννησο προσφερόμενο κυρίως σε γάμους και εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα σιγά σιγά φτάνοντας να αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά γλυκά της Πρωτοχρονιάς. Οι δίπλες συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού ενώ σε συνδυασμό με το μέλι προσφέρονται για να γλυκαίνουν το παρελθόν, να συνοδεύουν το παρόν και να ευοιωνίζουν το μέλλον.
Βασιλόπιτα το ψωμί των χρυσαφικών
Του Χριστού, της Παναγίας, του σπιτιού, του νοικοκύρη… είναι κάποια από τα κομμάτια που χωρίζεται σχεδόν κάθε βασιλόπιτα. Είναι η πρώτη γλυκιά γεύση κάθε νέου έτους, η βασιλόπιτα, βασιλεύει σε κάθε πρωτοχρονιάτικο τραπέζι μεταμεσονύκτιο και μη, με όλους να προσδοκούν την εύρεση του φλουριού για ένα τυχερό νέο έτος. Στην αγορά χρόνο μ το χρόνο οι βασιλόπιτες γίνονται όλο και πιο ευφάνταστες και περίτεχνες, η προέλευση της βασιλόπιτας όμως είναι πιο ταπεινή γευστικά και πιο πολύτιμη ουσιαστικά. Η θρησκευτική παράδοση συνδέει τη βασιλόπιτα με το Μέγα Βασίλειο, επίσκοπο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Σύμφωνα με αυτή κάποια στιγμή ο έπαρχος της Καππαδοκίας κινήθηκε ενάντια στην Καισαρεία προσπαθώντας να την καταλάβει και να την λεηλατήσει. Τότε ο Μέγας Βασίλειος φρόντισε να μαζευτούν λύτρα από τους πλούσιους της πόλης ζητώντας τους να συγκεντρώσουν όσα περισσότερα χρυσαφικά μπορούσαν. Ο ύπαρχος υποχωρεί και τότε ο Μέγας Βασίλειος επιθυμώντας να ανταποδώσει τα πολύτιμα στους προύχοντες ζητά τη δημιουργία και διανομή μικρών άρτων μέσα στους οποίους τοποθετείται ένα νόμισμα και εγέννετο η βασιλόπιτα.
Το χρισόψωμο
Το Ψωμί του Χριστού παρασκευάζεται κατά την παράδοση δυο τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα συνοδεύοντας κάθε Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Η σύσταση του είναι απλή όπως κάθε άρτου με την έμφαση να δίνεται στη διακόσμηση του με ζυμαρένιους σταυρούς, σουσάμι και καρύδια και άλλα προϊόντα να το κοσμούν. Οι παραστάσεις εξαρτώνται από την εκάστοτε περιοχή και πολλές φορές από το επάγγελμα του νοικοκύρη. Η Παρασκευή του Χριστόψωμου αποτελεί ένα βαθιά ριζωμένο με την ελληνική παράδοση και τον Χριστιανισμό έθιμο. Από τα πιο εντυπωσιακά είναι το σαρακατσάνικο χριστόψωμο, με παραστάσεις από την ποιμενική ζωή. Το Χριστόψωμο συνδεόταν και συνδέεται με στήριξη της ζωής του νοικοκύρη και της οικογένειάς του, κόβεται με τα χέρια κι όχι με μαχαίρι, ενώ παλαιότερα στο κόψιμο του Χριστόψωμου αποδίδονταν και οιωνοί με βάση την ποιμενική και οικογενειακή ζωή.
Στην Κρήτη, το ζύμωμα του χριστόψωμου αποτελεί μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούνται ακριβά υλικά, όπως ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα, ενώ κατά το ζύμωμα οι γυναίκες τραγουδούν: «Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει». Αρχικά, πλάθουν το ζυμάρι και παίρνοντας τη μισή από τη ζύμη φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη μισή φτιάχνουν με λωρίδες ένα σταυρό. Στο κέντρο του σταυρού βάζουν ένα άσπαστο καρύδι ή ένα αυγό, συμβολίζοντας τη γονιμότητα. Την υπόλοιπη επιφάνεια τη διακοσμούν με διάφορα σχήματα, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς ή πουλιά. Η διακόσμηση αυτή τονίζει το σκοπό του Χριστόψωμου και εκφράζει τις προσδοκίες των πιστών για καλή σοδειά και παραγωγή των ζώων.
Το Χριστόψωμο της Μικρασίας
Το Χριστόψωμο της Μικρασίας ήταν επτάζυμο ή ‘φτάζυμο, που πάει να πει ζυμωμένο επτά φορές. Στον Αδραμυττηνό κόλπο, απέναντι από τη βόρεια και ανατολική Λέσβο «πιάναν» τη μαγιά του καιρό πριν το ζύμωμα με «ροβιθόζουμο» και βασιλικό! Σύμφωνα με καταγραφές από Μικρασιάτες πρόσφυγες στη Λέσβο τα ρεβίθια μουσκεύονταν με αγιασμό και βασιλικό. Στη συνέχεια αφήνονταν για επτά μέρες δίπλα από τα εικονίσματα κι ακολουθούσε το σούρωμα σε ένα τουλπάνι. Ό,τι περίσσευε δεν πεταγόταν μα «δίνονταν στις όρθες» (κότες).
Ακολουθούσε το πρώτο ζύμωμα με λίγο αλεύρι, με σκοπό να γίνει μια μαλακιά και στρωτή ζύμη. Αυτή τη ζύμη τη «σφράγιζαν» με τα χέρια τους και την αφήναν σκεπασμένη σε ένα ζεστό μέρος «να ανεβεί». Συνολικά φούσκωναν με τον ίδιο τρόπο τη ζύμη προσθέτοντας κάθε φορά νερό κι αλεύρι. Την έβδομη φορά προσέθεταν λίγο λάδι, μυρωδικά (μοσχοκάρυδο, κανέλλα) και λίγη ζάχαρη.
Μετά το έβδομο ζύμωμα η ζύμη στολίζονταν με καρύδια και σουσάμι ενώ στα νοτιότερα τμήματα του Αδραμυττηνού κόλπου κοντά στο Αϊβαλί σφραγίζονταν και με τα «αιτέλια», μια ξύλινη στρογγυλή σφραγίδα με το δικέφαλο αετό.
Τρώγονταν το πρωί της μέρας των Χριστουγέννων μετά την εκκλησία με τη πρώτη μπουκιά να βουτιέται σε γλυκό λιαστό κρασί. Μέχρι την τελευταία του μπουκιά στο Χριστόψωμο δεν μπήγονταν μαχαίρι και τα όποια ψίχουλα πήγαιναν και αυτά «στις όρθες»!
Το Μικρασιάτικο αυτό έθιμο τηρείται και σήμερα 100 χρόνια μετά την καταστροφή σε πολλά σπίτια της Λέσβου κυρίως σε αυτά με κατοίκους προσφυγικής καταγωγής.
Μπουγάτσα: Το πρωτοχρονιάτικο έθιμο της μπουγάτσας στο Ηράκλειο
Πολλοί πιστεύουν ότι αν η πρώτη νύχτα του χρόνου σε βρει με γλυκιά γεύση θα συνεχίσει έτσι να είναι όλος ο χρόνος. Εδώ και 100 περίπου χρόνια κάθε σπίτι στο Ηράκλειο της Κρήτης καλωσορίζει με μπουγάτσα τη νέα χρονιά για να κυλήσει γλυκά. Το έθιμο ξεκίνησε από το γλυκοπωλείο «Τα Λεοντάρια» που δημιούργησε ο Αποστόλης Σαλκιντζής, ο οποίος ήρθε από τη Σμύρνη το 1922 στα Λιοντάρια, στο Ηράκλειο. Ήταν ο πρώτος που πάντρεψε το τραγανό σμυρναίικο φύλλο με την κρητική μυζήθρα και έφτιαξε τη θρυλική μπουγάτσα του Αποστόλη. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλιών Ηρακλειωτών, εκείνοι που “επέβαλαν” την κατανάλωση μπουγάτσας την Πρωτοχρονιά ήταν οι Μικρασιάτες. Όπως και οι Αρμένιοι, έτσι και οι ίδιοι πίστευαν πως η γλυκύτητά της θα φέρει ένα γλυκό νέο χρόνο.
Η μπουγάτσα στην Κρήτη ήρθε το 1922, μαζί με τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Για το πώς ξεκίνησε το έθιμο της μπουγάτσας στην πόλη υπάρχουν πολλές εκδοχές. Το έθιμο εικάζεται ότι ξεκίνησε από χαρτοπαικτικές λέσχες που λειτουργούσαν στην καρδιά της πόλης. Οι νικητές κερνούσαν τους χαμένους μπουγάτσα στου Αποστόλη για να τους γλυκάνουν για τη χασούρα, ενώ οι ηττημένοι έπαιρναν μπουγάτσα για το σπίτι για να απαλλαγούν από την πιθανή γκρίνια των συζύγων τους.
Σήμερα αποτελεί ένα έθιμο αναπόσπαστο από την γιορτή της Πρωτοχρονιάς, με πλήθος καταστημάτων να παραμένουν ανοιχτά το βράδυ της αλλαγής του χρόνου και πάγκους να στήνονται στους δρόμους της πόλης προκειμένου να γλυκάνουν τους Ηρακλειώτες. Ένα άλλο γλυκό της Πρωτοχρονιάς στην Κρήτη είναι τα λουκούμια.
Τα λουκούμια ή κουμπανιά της Πρωτοχρονιάς και η «καλή χέρα»
Στην Κρήτη, την περίοδο αυτή ένα ακόμη γλύκισμα συνδέεται με την παράδοση, που ήθελε ανήμερα της Πρωτοχρονιάς να μην καταναλώνεται οτιδήποτε πικρό, προκειμένου η χρονιά που μόλις είχε μπει να έχει μόνο «γλυκάδα». Μέχρι και σήμερα στα σπιτικά τα γλυκά συνήθως παρασκευάζονται από τις νοικοκυρές που φυλάσσουν τις συνταγές από μητέρες και γιαγιάδες. Ανάμεσα στα γλυκά της Πρωτοχρονιάς είναι και τα αποκαλούμενα «λουκούμια» που όμως δεν έχουν καμία σχέση ως προς τον τρόπο παρασκευής με τα γνωστά λουκούμια. Πρόκειται για εδέσματα που παρασκευάζονται από ανεβατό ζυμάρι, τηγανίζονται, σιροπιάζονται με πετιμέζι και συνοδεύονται με μέλι, σουσάμι και αρωματικά όπως κανέλα και γαρύφαλλο. Συνήθως ήταν στο μέγεθος μιας μικρής μπουκιάς προκειμένου να τρώγεται εύκολα και συχνά ήταν το κέρασμα ακόμη και σε περαστικούς που κοντοστέκονταν για να ευχηθούν για τη νέα χρονιά. Τα λουκούμια συνήθως συνόδευαν και την αποκαλούμενη «καλή χέρα» που ήταν το χρηματικό δώρο που έδινε ο πατέρας ή παππούς της οικογένειας στα παιδιά και τα εγγόνια, που περίμεναν καρτερικά όλο το χρόνο αυτό το δώρο.
Τα τελευταία χρόνια στα γλυκά των Χριστουγέννων έχουν προστεθεί και άλλα παραδοσιακά γλυκά γειτονικών χωρών, παραδοσιακά Χριστουγεννιάτικα γλυκά με ιστορία, που σερβίρονται το βράδυ των Χριστουγέννων σε διάφορες χώρες και κάνουν τη ζωή μας πιο γλυκιά. Με αλεύρι ή χωρίς, κανέλα, ζάχαρη, γαρίφαλο, σοκολάτα, καρύδια, τζίντζερ, σταφίδες, μέλι.
Panettone – Πανετόνε Ιταλία
Το πανετόνε είναι ένα από τα πιο διάσημα γλυκά που έχει… προσφέρει η Ιταλία στον κόσμο, έχει την τιμητική του κάθε χρόνο στη χριστουγεννιάτικη περίοδο.
Αυτό το εξαιρετικό γλυκό που είναι κάτι ανάμεσα σε κέικ και τσουρέκι και κρύβει μέσα του σταφίδες και αποξηραμένα φρούτα, έλκει την καταγωγή του από το Μιλάνο. Οι απόψεις για την ονομασία διίστανται. Για κάποιους το πανετόνε προέρχεται από τις λέξεις «Pan de ton», δηλαδή ψωμί πολυτελείας, ενώ για άλλους πήρε το όνομά του από τον Τόνι, τον παραγιό της οικογένειας Σφόρτσα που το δημιούργησε για να σώσει την κατάσταση όταν κάηκε το Χριστουγεννιάτικο κέικ.
Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία του πανετόνε κρατάει εκατοντάδες χρόνια στη γειτονική Ιταλία, όπως επίσης παραμένει ίδιο και το γεγονός ότι το… κρεμάνε ανάποδα μόλις ψηθεί! Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι απλός. Το πανετόνε κρεμιέται για να διατηρήσει το σχήμα του και τη χαρακτηριστική κορυφή του, και μένει έτσι παραδοσιακά μέχρι να φτάσει στο γιορτινό τραπέζι.
Buche de Noel- Μπούς ντε Νοέλ Γαλλία
Το γαλλικό χριστουγεννιάτικο παραδοσιακό ρολό από παντεσπάνι με κρέμα ζαχαροπλαστικής και βουτύρου έχει σχήμα κορμού, πασπαλίζετε με σκόνη κακάου, ζάχαρη άχνη και μαρέγκες και μας μεταφέρει σε ένα όμορφο σκηνικό δάσους πίσω στην Κέλτικη παράδοση.
Ο Μύθος γύρω από την προέλευση του Buche de Noël είναι θολός. Η Wikipedia ισχυρίζεται ότι ο Ναπολέων Ι έβγαλε εκτός νόμου τα τζάκια με την πεποίθηση ότι ο κρύος αέρας από την καμινάδα ήταν επιζήμιος για την υγεία των Γάλλων πολιτών. Οι οικογένειες, έφτιαξαν το Buche de Noël ως σύμβολο της εστίας, ενός μέρους ζεστού γύρω από το οποίο μαζεύονται όλοι τους σκληρούς και κρύους χειμερινούς μήνες.
Χρονολογείται τουλάχιστον από το 1615 όταν η πρώτη γνωστή συνταγή εμφανίστηκε σε βιβλίο μαγειρικής. Το όνομα Buche de Noël αναφέρεται στο παραδοσιακό Yule Log . Πολύ πριν την εξάπλωση του Χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ακόμα και πριν τη γέννηση του Ιησού, τηρούνταν έθιμα που μοιάζουν με τα σημερινά Χριστούγεννα, όπως το Yule των παγανιστών Κελτών. Το χειμερινό ηλιοστάσιο (25 Δεκεμβρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο) είχε μεγάλη σημασία για τους αρχαίους, καθώς οι κοινότητες της εποχής δεν γνώριζαν αν θα αντέξουν τον χειμώνα, και έπρεπε να προετοιμάζονται επί εννέα μήνες για να τον περάσουν χωρίς λοιμούς, που ήταν συχνοί. Κατά το έθιμο, έκοβαν έναν μεγάλο κορμό (Yule log) και τον έκαιγαν. Η φωτιά έπρεπε να κρατήσει καθ’ όλη την σκοτεινή αυτή εποχή του χειμώνα, συμβολίζοντας το φως και τη γέννηση, μέχρι την αρχή της άνοιξης. Για να υποδεχθούν το Νέο Έτος και να καθαρίσουν τον αέρα από τα γεγονότα της προηγούμενης χρονιάς, οι οικογένειες θα έκαιγαν κορμούς, στολισμένους με πουρνάρια, κουκουνάρια ή κισσό, κρατώντας τις στάχτες ως γούρι. Πίστευαν μάλιστα ότι θα τους προστάτευε από τις αστραπές.
To Yule Log ήταν αρχικά ένα ολόκληρο δέντρο, που είχε επιλεγεί προσεκτικά και έφερνε μαζί του ένα μεγάλο τελετουργικό. Το μεγαλύτερο άκρο του κορμού θα έπρεπε να τοποθετηθεί μέσα στην εστία της φωτιάς, ενώ το υπόλοιπο του δέντρου να στέκεται μέσα στο δωμάτιο. Ο κορμός άναβε από τα απομεινάρια του κορμού της προηγούμενης χρονιάς και έκαιγε κατά τη διάρκεια των Δώδεκα Ημερών των Χριστουγέννων. Στην Προβηγκία, είναι παράδοση όλη η οικογένεια να βοηθά να κοπεί ο κορμός. Σήμερα το Yule χρησιμοποιείται σε μικρότερο βαθμό στις αγγλόφωνες ως συνώνυμο για τα Χριστούγεννα.
Το παραδοσιακό Yule Log ή Buche de Noël φτιάχνεται από παντεσπάνι, συνήθως βανίλιας, που γλασάρεται και γεμίζεται με βουτυρόκρεμα σοκολάτας. Υπάρχουν βέβαια πολλές παραλλαγές του γλυκού. Η διακόσμησή του μιμείται κομμένο κούτσουρο και στολίζεται με ζάχαρη άχνη για να θυμίζει το χιόνι, με κλαδάκια από δέντρο, φρέσκα μούρα και μαρέγκες σε σχήμα μανιταριών.
Gingerbread House και Gingerman
Τα γνωστά σε όλους μας γλυκά σπιτάκια ή αλλιώς gingerbread houses (σπιτάκια από μελόψωμο), είναι ιδιαίτερα δημοφιλή και στη χώρα μας κατά την περίοδο των Χριστουγέννων. Τα πιο συνηθισμένα υλικά κατασκευής τους είναι από τραγανά μπισκότα με τζίντζερ, φτιαγμένα από μελόψωμο και διακοσμούνται με πολύχρωμες καραμέλες και ζαχαρωτά.
Η ιστορία τους ξεκινάει τον 11ο αιώνα και σύμφωνα με ιστορικούς τροφίμων, το μελόψωμο εντάχθηκε στη Δυτική Ευρώπη με την επιστροφή των σταυροφόρων, η οποία επανέφερε το έθιμο του πικάντικου ψωμιού από την Μέση Ανατολή. Η ρίζα τζίντζερ καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στην αρχαία Κίνα και χρησιμοποιήθηκε για ιατρικούς λόγους.
Το μελόψωμο ή gingerbread ήταν μια αγαπημένη συνήθεια στα φεστιβάλ και τις εκθέσεις της μεσαιωνικής Ευρώπης. Συχνά τα μελόψωμα ήταν διακοσμημένα έτσι ώστε να μοιάζουν με λουλούδια, πουλιά, ζώα ή ακόμα και πανοπλίες. Αρκετές πόλεις στη Γαλλία και την Αγγλία φιλοξένησαν εκθέσεις ψωμιού για πολλούς αιώνες και οι κυρίες έδιναν συχνά στους αγαπημένους τους ιππότες ένα κομμάτι μελόψωμο για καλή τύχη σε τουρνουά.
Τα gingerbread δημιουργήθηκαν στη Γερμανία τον 16ο αιώνα. Τα περίτεχνα σπιτάκια με μπισκότα συνδέθηκαν με την παράδοση των Χριστουγέννων. Η δημοτικότητά τους αυξήθηκε όταν οι αδελφοί Grimm έγραψαν την ιστορία του Χάνσελ και της Γκρέτελ, όπου οι κύριοι χαρακτήρες βρέθηκαν μπροστά από ένα σπίτι φτιαγμένο από λιχουδιές μέσα στο δάσος.
Στη σύγχρονη εποχή η παράδοση συνεχίστηκε σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης. Στη Γερμανία, στις χριστουγεννιάτικες αγορές πωλούν ακόμη διακοσμημένα μελόψωμα πριν από τα Χριστούγεννα. Το Lebkuchenhaus ή το Pfefferkuchenhaus είναι οι γερμανικοί όροι για ένα σπίτι από μελόψωμο.
Ωστόσο ο γνωστός μας gingerman, το μπισκότο τζίντζερ σε σχήμα-ανθρωπάκι που κατακλύζει τα γιορτινά ντεκόρ, στις πρώτες επίσημες αναφορές του συναντιέται στην Αγγλία. Η ιδέα του πιστώνεται στη βασίλισσα Ελισάβετ Ι κατ΄ εντολή της οποίας η βασιλική κουζίνα έφτιαχνε μπισκότα με τις μορφές των αξιωματούχων που επισκέπτονταν το δικαστήριό της. Καθώς οι αρτοποιοί οργανώνονταν σε συντεχνίες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι τεχνίτες του gingerbread εξελίσσονται σε ειδικό κλάδο και αναγνωρίζονται ως ξεχωριστοί επαγγελματίες. Τον 17ο αιώνα μάλιστα επιτρέπεται μόνο σε αυτούς να ψήνουν τζίντζερμπρεντ κατά τη διάρκεια του έτους -μόνο στις εξέχουσες μέρες των Χριστουγέννων και του Πάσχα είναι ελεύθερη σε όλους η δημιουργία της λιχουδιάς.
Σε όλη την Ευρώπη μπισκότα τζίντζερ πωλούνται σε ειδικά καταστήματα και σε εποχικές αγορές. Καρδιές, αστέρια, στρατιώτες, καβαλάρηδες, σπαθιά και ζώα είναι τα συνηθέστερα σχήματα που ο κόσμος προμηθεύεται όχι μόνο για να τα καταναλώσει, να τα δωρίσει ή να τα στολίσει, αλλά και για προστασία από τα κακά πνεύματα αφού θεωρούνται και κάπως μαγικά.
Τα γλυκά των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς πέρα από τα έντονα αρώματα και τις λαχταριστές τους γεύσεις διαθέτουν μια ιστορία πίσω τους. Συνδέονται άρρηκτα τόσο με την ιστορική πορεία του Ελληνικού στοιχείου και των γύρων λαών, αλλά και με τις ευχές και της προσευχές μας.
Αυτές τις γιορτές αφήστε τα πρόβλημα των ημερών που μας βαραίνουν στην άκρη και μπείτε στην κουζίνα με τα παιδιά σας ή τους φίλους σας και φτιάξε αυτά τα υπέροχα γλυκά, αφήστε τα υπέροχα αρώματα να μπερδεύουν με τις παιδικές μας αναμνήσεις, έτσι ίσως λίγο ηρεμήσει η ψυχή μας και μπορέσουμε να δούμε καθαρά τι ακριβώς χρειαζόμαστε για αυτές τις γιορτές και για το νέο έτος που θα έρθει, που δεν είναι τίποτα άλλο από ΑΓΑΠΗ, ΧΑΡΑ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ και ΑΝΘΡΩΠΙΑ.
Δώστε αγάπη και χαρά και θα σας επιστραφεί στο διπλάσιο.
Καλές γιορτές!!!
Μουτζούρη Χαρά Vegan pastry chef